μπιμπιλί — και μπιμπλί, το συν. στον πληθ. τα μπιμπιλιά και μπιμπλιά τα στραγάλια … Dictionary of Greek
μπιρμπίλι — (I) και μπιμπίλι, το [μπιρμπίλα] η μπιρμπίλα. (II) και μπιμπίλι, το 1. το αηδόνι 2. φρ. «μπιρμπίλι τής θάλασσας» η αλκυόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul] … Dictionary of Greek